- καπνοδοχεῖον
- καπνο-δοχεῖον, τό, = foreg., Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καπνοδοχείο — το (Α καπνοδοχεῑον) νεοελλ. 1. επιτραπέζιο δοχείο για την εναπόθεση κομμένου καπνού ή τσιγάρων για χρήση τών καπνιστών 2. σταχτοδοχείο αρχ. η καπνοδόκη* … Dictionary of Greek